- κάλτιος
- κάλτιοςcalceusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάλτιος — κάλτιος, ὁ (Α) είδος κοίλου υποδήματος τών Ρωμαίων, κατόπιν και τών Βυζαντινών, που αποτελούσε την απαραίτητη εθνική υπόδηση κάθε Ρωμαίου πολίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σικελικής προελεύσεως < λατ. calceus < calx, calcis «φτέρνα»] … Dictionary of Greek
καλτίου — κάλτιος calceus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλτίους — κάλτιος calceus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλτιον — κάλτιος calceus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)